ραδιογραφικός

ραδιογραφικός
-ή, -ό, Ν [ραδιογραφία]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ραδιογραφία, ακτινογραφικός
2. ραδιοτηλεγραφικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”